- ετερόφυλλος
- ος , ον бот. гетерофилльный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετερόφυλλος — η, ο βοτ. αυτός που έχει φύλλα διαφορετικά μεταξύ τους, αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο τής ετεροφυλλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterophyllous < hetero (πρβλ. ετερο *) + phyllous (πρβλ. φύλλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1889… … Dictionary of Greek